Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 08/06/2025 - ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ





ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ιωάννη Ζ’ 37-52, Η’12) 8-6-2025

 

Στο σημερινό Ευαγγέλιο δεσπόζει η πρόσκληση του Χριστού, αγαπητοί αδελφοί: «Όποιος διψάει για τα πνευματικά αγαθά και για εσωτερική γαλήνη, ας έλθει σε μένα και εγώ θα θεραπεύσω αυτή του την δίψα.» «Ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω».

Είναι φυσικό ο κάθε άνθρωπος, να έχει τον πόθο για κάτι ανώτερο. Όλοι οι άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, ολιγογράμματοι και επιστήμονες, πτωχοί και πλούσιοι, διαπιστώνουν ότι σε αυτήν την επί γης ζωή τους, πάντα είναι ανικανοποίητοι. Ζητάνε κάτι άλλο από την καθημερινότητά τους, προπάντων αυτούς τους τελευταίους καιρούς, το έχουμε πάρει απόφαση ότι η ζωή δεν πρόκειται να μας χαρίσει κάτι καλύτερο. Με πικρία διαπιστώνουμε όλοι, ότι πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο. Το ότι όλοι έχουμε τον πόθο για κάτι καλύτερο, για κάτι ανώτερο, είναι δεδομένο. Το θέμα ευρίσκεται στο, από πού περιμένουμε να έλθει αυτό το καλύτερο. Η επιστήμη μάς απογοητεύει, γιατί προοδεύει μάλλον για τον εαυτό της. Η επιστήμη για την επιστήμη. Σε σπάνιες περιπτώσεις τίθεται στην υπηρεσία των ανθρώπων. Πολλές φορές μπορεί να θυσιαστούν χιλιάδες άνθρωποι, για να φανεί ότι πέτυχε κάποιο πείραμά της. Η εξυπνάδα των ανθρώπων, ξοδεύεται περισσότερο στο να φτιάχνει όπλα για να σκοτώνει άλλους ανθρώπους. Μπορεί να λιμοκτονεί ο μισός πληθυσμός της γης, για να φτιάξουν μερικοί διαστημικά λεωφορεία, να κάνουν διακοπές στο φεγγάρι. Λες και η ανθρωπότητα έχει κατάρα, να ζει σε κάθε εποχή την κατασκευή και ενός πύργου της Βαβέλ.

Αδελφοί μου, μόνο κοντά στον Χριστό ευρίσκεται το αληθινό καλό. Εκείνος που βρίσκει την πραγματική αλήθεια, αναπαύεται. Και την αλήθεια μόνο ο Χριστός μπορεί να μας την δώσει. Γιατί μόνον Εκείνος είναι η αλήθεια. Όσο κανείς απομακρύνεται από τον Χριστό, μοιραία βυθίζεται στο σκοτάδι και στο ψέμα. Όποιος πλησιάζει τον Χριστό με πίστη, ανοίγουν τα μάτια της ψυχής του και βλέπει αυτά που υπάρχουν πραγματικά. Όταν μέσα σου βασιλεύει η πίστη και η αγάπη στον Χριστό, βλέπεις καθαρά, ποιος είναι ο Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Ποια είναι η αρχή. Ποιο είναι το τέλος. Ποιος επέτρεψε να βρίσκεσαι στη ζωή. Ποιος είναι ο σκοπός της υπάρξεως σου. Ποιος είναι ο προορισμός σου. Πως θα φθάσεις στο στόχο σου. Όταν δεν έχεις μέσα σου την πίστη στον Χριστό, είναι σαν να βρίσκεσαι σε ένα ολοσκότεινο δωμάτιο. Μόλις πιστέψεις στον Χριστό, είναι σαν κάποιος ή και εσύ ο ίδιος, να πάτησες τον διακόπτη και να γέμισε το δωμάτιο και συ ολόκληρος από φως. Το Φως του Χριστού. Όχι τυχαία ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου».

Όταν δεν είσαι Χριστοκεντρικός, όταν δεν γυρνάει η ζωή σου γύρω από τον Χριστό, μοιάζεις με την πέτρα που είναι δεμένη σε ένα σχοινί και πηγαίνει όπου την πηγαίνει ο ένας και ο άλλος. Όταν όμως το σχοινί είναι δεμένο στον Χριστό με την πίστη, γυρνάς γύρω από τον Χριστό, με την σιγουριά του Χριστού. Όταν ο άνθρωπος δεν έχει πίστη στον Χριστό, μοιάζει με το πλοίο που δεν έχει έρμα, είναι ανερμάτιστο. Δεν έχει βάρος κάτω στα σπλάχνα του για να μην το παραδέρνει ο δυνατός αέρας. Όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό, μοιάζει με τον τυφλό που δεν ξέρει πότε είναι μέρα και πότε είναι νύχτα. Ποιο είναι το μπροστά και ποιο είναι το πίσω. Ο άνθρωπος που δεν ξεδιψάει από την καθαρή πηγή του Χριστού, προσπαθεί να θεραπεύσει την δίψα του με θολά, ακάθαρτα νερά.

Ο Χριστός, σαν Θεός, γνωρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι διψούν από φως, από αλήθεια, από σιγουριά, διψούν από γαλήνη, γι’ αυτό όλους μάς προσκαλεί να προστρέχουμε σε Εκείνον.«Ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω».

Αμήν.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ - ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ



 ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 37 - 52



37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. 38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. 39 τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. 40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· 41 ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 42 οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 43 σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. 44 τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. 45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; 46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. 47 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; 48 μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; 49 ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! 50 λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· 51 Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; 52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 12 - 12


12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 37 - 52


37 Κατὰ τὴν τελευταίαν δὲ καὶ ἐπισημοτέραν ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς ἔστεκεν ὄρθιος ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ζωηρὰν φωνὴν εἶπεν· Ἐὰν κανεὶς αἰσθάνεται πόθον καὶ δίψαν ὄχι δι’ ἀγαθὰ ὑλικὰ καὶ φθαρτά, ἀλλὰ διὰ τὴν ἐσωτερικὴν γαλήνην καὶ τὴν μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς, ἂς ἔρχεται πρὸς ἐμὲ διὰ τῆς πίστεως καὶ ἂς πίνῃ ἐλεύθερα. Πλησίον μου θὰ ἰκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ εὐγενεῖς του πόθοι καὶ θὰ εὕρῃ ἀνάπαυσιν ἡ ψυχή του. 38 Ἀπὸ τὴν καρδίαν καὶ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς ἐκείνου, ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τῆς Γραφῆς, θὰ τρέξουν ποταμοὶ ὕδατος, ποὺ θὰ εἶναι πάντα τρεχούμενο, διὰ νὰ ποτίζεται ὄχι μόνον ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ ἔρχονται εἰς σχέσιν μὲ αὐτόν. 39 Τοὺς λόγους δὲ αὐτοὺς εἶπεν ὁ Κύριος διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἔμελλον μετὰ τὴν ἀνάληψίν του εἰς τοὺς οὐρανοὺς νὰ λαμβάνουν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. Διότι εἶχον μὲν δοθῇ προτήτερα χαρίσματα προφητικὰ καὶ θαυματουργικὰ εἰς ἄνδρας δικαίους καὶ προφήτας, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἀναγεννᾷ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μεταδίδει εἰς αὐτοὺς τὴν θείαν καὶ μακαρίαν ζωήν, δὲν εἶχε δοθῇ εἰς κανένα. Καὶ δὲν εἶχε δοθῇ ἡ χάρις αὐτὴ τοῦ Πνεύματος, διότι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχεν ἀκόμη δοξασθῆ διὰ τοῦ παθήματος καὶ τῆς ἀναλήψεώς του. 40 Πολλοὶ λοιπὸν ἀπὸ τὸν λαόν, οἱ ὁποῖοι ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτούς, ποὺ ἐκήρυξεν ὁ Κύριος κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς ἑορτῆς, ἔλεγον· Πράγματι αὐτὸς εἶναι ὁ προφήτης, ποὺ μᾶς προανήγγειλεν ὁ Μωϋσῆς. 41 Ἄλλοι ἔλεγον· Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Ἄλλοι ἔλεγον· Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ὁ Χριστός· διότι μήπως ἔρχεται ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; 42 Δὲν εἶπεν ἡ Γραφή, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβὶδ καὶ ἀπὸ τὸ χωρίον Βηθλεέμ, ὅπου ἐγεννήθη καὶ ἐμεγαλωσεν ὁ Δαβίδ; 43 Προεκλήθη λοιπὸν διαίρεσις καὶ διαφωνία μεταξὺ τοῦ λαοῦ δι’ αὐτόν. 44 Μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἤθελον νὰ τὸν συλλάβουν, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἐτόλμησε νὰ βάλῃ ἐπάνω του τὰς χεῖρας, καθ’ ὅσον ἀόρατος δύναμις συνεκράτει καὶ παρημπόδιζεν αὐτούς. 45 Ἐπειδὴ λοιπὸν κανεὶς δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν συλλάβῃ, ἦλθαν εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τοὺς Φαρισαίους οἱ ὑπηρέται, χωρὶς νὰ κάμουν τίποτε. Καὶ εἶπον εἰς αὐτοὺς ἐκεῖνοι· Διατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε, ἀφοῦ καὶ δημοσίᾳ ἐνεφανίσθη καὶ πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος μὲ δυσμένειαν τὸν ἤκουαν καὶ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ σᾶς βοηθήσουν διὰ νὰ μὴ σᾶς διαφύγῃ; 46 Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἐδίδαξεν ἄλλος ἄνθρωπος μὲ τόσην σοφίαν καὶ δύναμιν καὶ χάριν, μὲ ὅσην διδάσκει ὁ ἄνθρωπος αὐτός. 47 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστον αὐτὴν ἀπάντησιν τῶν ὑπηρετῶν ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτοὺς οἰ Φαρισαῖοι· Μήπως καὶ σεῖς, ποὺ εἶσθε πάντοτε πλησίον μας καὶ ἀκούετε τὴν διδασκαλίαν μας, ἔχετε πλανηθῇ ἀπὸ αὐτόν, ὅπως τὰ ἀμαθῆ πλήθη τοῦ λαοῦ; 48 Μήπως ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας, μόνους ἁρμοδίους νὰ κρίνουν ἐπὶ θρησκευτικῶν ζητημάτων, ἢ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄγρυπνοι φύλακες τῶν παραδόσεων καὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως; 49 Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐπίστευσεν, ἀλλὰ μόνον ὁ ὄχλος αὐτός, ποὺ δὲν ἠξεύρει τὸν νόμον καὶ δι’ αὐτὸ εἶναι καταραμένοι. 50 Λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Νικόδημος, ἐκεῖνος ποὺ ἦλθεν εἰς τὸν Ἰησοῦν ἐν καιρῷ νυκτὸς καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ αὐτούς, διότι ἦτο καὶ αὐτὸς μέλος τοῦ συνεδρίου. 51 Μήπως ὁ νόμος μας καταδικάζει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν δὲν τὸν ἀκούσῃ προτήτερα ὁ δικαστής, ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸν νόμον καὶ μάθῃ ἀπὸ τὴν ἀπολογίαν του τί ἀξιοκατάκριτον καὶ ἀξιόποινον ἔκαμε; 52 Ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι καὶ τοῦ εἶπαν· Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Ἐξέτασε καὶ εὔκολα θὰ ἴδῃς καὶ θὰ πεισθῇς ἀπὸ τὰ πράγματα ὅτι προφήτης ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν δὲν ἔχει βγῇ ἕως τώρα.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 12 - 12


12 Πάλιν λοιπὸν ὡμίλησε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς ὄχι μόνον τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ μὲ πλήρῃ ἐμπιστοσύνην καὶ ἐλπίδα καὶ μὲ πρόθυμον ὑπακοὴν εἰς τοὺς λόγους μου, δὲν θὰ περιπατήσῃ οὔτε θὰ εὑρεθῇ ποτὲ εἰς τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ μέσα του τὸ ζωηφόρον καὶ πνευματικὸν φῶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀληθινὴν ζωήν, τὸν Θεόν.

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 01/06/2025



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ 318 ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ



Στο Αποστολικό ανάγνωσµα που ακούσαµε σήµερα, αγαπητοί αδελφοί, ο συγγραφέας των Πράξεων των Αποστόλων µας περιγράφει µια συγκινητική σκηνή που έγινε στη Μίλητο της Μ. Ασίας. Ο Απόστολος Παύλος ξεκίνησε από την Κόρινθο και ήθελε να είναι την ηµέρα της Πεντηκοστής στα Ιεροσόλυµα. Όταν το πλοίο έφτασε στη Μίλητο, έστειλε και κάλεσε τους Επισκόπους και τους Πρεσβυτέρους της Μ. Ασίας, να έλθουν να τον συναντήσουν εκεί, γιατί δεν προλάβαινε ο ίδιος να τους επισκεφθεί. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι στην παραλία και εκεί τους µίλησε ο Απόστολος για τελευταία φορά. Η συγκίνηση ήταν µεγάλη γιατί ο πνευµατικός τους πατέρας τους πληροφόρησε ότι δεν πρόκειται να ξαναδούν το πρόσωπό του. Και επειδή ο πατέρας δεν θα ξαναέβλεπε τα παιδιά του, τους έδωσε τις τελευταίες πατρικές συµβουλές. Να προσέχετε τους εαυτούς σας, αλλά να προσέχετε και το ποίµνιό σας, τους είπε. Τους ανθρώπους που σας εµπιστεύτηκε ο Θεός. Και να το κάνετε αυτό γιατί εγώ έχω εσωτερική πληροφορία ότι µετά την αναχώρησή µου από δω, θα µπουν µέσα στις Εκκλησίες σας, «λύκοι βαρείς», δηλαδή αιρετικοί, ψευδοδιδάσκαλοι, πλανεµένοι που θα προσπαθήσουν να παρασύρουν στην πλάνη τους, τους απλούς Χριστιανούς. Με αυτόν τον τρόπο ο ∆ιάβολος θα κατασπαράξει τις ψυχές των προβάτων. Μη ξεχνάτε ακόµη ότι την Εκκλησία ο Χριστός την ίδρυσε και την τροφοδότησε µε το Πανάγιο Αίµα Του που έχυσε επί του Σταυρού. Και µη νοµίζετε ότι οι εχθροί θα έρχονται µόνο από έξω. Οι χειρότεροι αιρετικοί θα προέρχονται από σας τους ίδιους. Ο ∆ιάβολος θα παρασύρει στην αίρεση και Επισκόπους ακόµη που θα λυµαίνονται το ποίµνιο του Χριστού. Και συνεχίζει ο Απόστολος την οµιλία του προς τους Πρεσβυτέρους λέγοντας: «Τώρα εγώ φεύγω και όπως προβλέπω, δεν πρόκειται να συναντηθούµε πάλι. Γι’ αυτό αδελφοί, σας εµπιστεύοµαι εξ’ ολοκλήρου στον Χριστό για να σας προστατεύσει από τους διάφορους κινδύνους. Εάν ακολουθείτε τον λόγο του Θεού που σας κήρυξα, δεν θα παρασυρθείτε από τις πλάνες και τις αιρέσεις. Στο τέλος της οµιλίας του ο Παύλος τους προτρέπει να είναι η ζωή τους γεµάτη προσφορά. Τους δείχνει τα ροζιασµένα χέρια του, τους υπενθυµίζει ότι εκείνος σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε να προσφέρει σε όσους ήταν κοντά του και πνευµατική και υλική βοήθεια. Και το έκανε αυτό ενθυµούµενος τα λόγια του Κυρίου που είπε: «Μακάριόν ἐστι µᾶλλον διδόναι ἢ λαµβάνειν»(Πράξ. κ΄35). Χαίρεται ο άνθρωπος περισσότερο όταν δίνει παρά όταν παίρνει. Αφού τέλειωσε την τελευταία του αυτή οµιλία προς τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Μ. Ασίας, ο Απόστολος των Εθνών, γονάτισε µαζί µε όλους και ανέπεµψε θερµή προσευχή προς τον Κύριο. «Καὶ ταῦτα εἰπὼν, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο»(Πράξ. κ΄36). Εδώ τελειώνει το περιεχόµενο του σηµερινού Αποστόλου, αγαπητοί αδελφοί και νοµίζω ότι δεν πρέπει να αφήσουµε να περάσει απαρατήρητη η τελευταία συµβουλή του Αποστόλου Παύλου. Σε όλους µας, θέλησε να υπενθυµίσει αυτά τα λόγια του Χριστού. Ότι φέρνει στην ψυχή του ανθρώπου µεγαλύτερη χαρά το να δίνει παρά το να παίρνει. Μας καλεί να γίνει η ζωή µας όλη µια προσφορά. Μας προτρέπει να βγούµε από το καβούκι µας. Να ρίχνουµε µια µατιά γύρω µας, να προσέχουµε τη ζωή µας, να προσέχουµε την ζωή και των άλλων ανθρώπων, όχι για να δούµε τι κρατούν στα χέρια τους για να µας δώσουν, αλλά να προσέξουµε µήπως είναι άδεια τα χέρια τους και χρειάζεται κάτι να προσφέρουµε. Εµείς νοµίζουµε ότι θα γίνουµε πιο ευτυχισµένοι εάν καταφέρνουµε πάντα να παίρνουµε από τους άλλους. Πιστεύουµε ότι ο άνθρωπος είναι ευτυχισµένος όταν έχει πολλά αγαθά. Όταν οι άλλοι δουλεύουν για να κερδίζουµε εµείς. Ο Χριστός όµως µας είπε σήµερα ότι «Μακάριος – ευτυχισµένος είναι µάλλον εκείνος που δίνει». Βέβαια αυτή η φράση του Χριστού είναι ακαταλαβίστικη για τους κοσµικούς ανθρώπους. ∆εν συµφωνεί µε την λογική τους. Όπως και πολλά άλλα πράγµατα που δίδαξε ο Χριστός, έτσι και αυτό το απορρίπτουν εκ των προτέρων, αφού δεν χωράει στον νου τους. Πως είναι δυνατόν να χαίρεσαι όταν δίνεις; σου λένε. Και όµως έτσι είναι. Αυτοί που το εφαρµόζουν διαπιστώνουν πόσο αληθινά είναι αυτά τα λόγια του Θεανθρώπου. Αγαπητοί αδελφοί. Οι δύσκολοι καιροί που περνάµε είναι για µας µια πρόκληση να δοκιµάσουµε την συµβουλή του Χριστού που µας διέσωσε ο Απόστολος Παύλος. Να δοκιµάσουµε αν όντως φέρνει χαρά µέσα στην ψυχή µας το να δίνουµε βοήθεια στους άλλους. Όταν διαπιστώνουµε πως κάποιος χρειάζεται συµπαράσταση, ας µην αδιαφορήσουµε. Ας φροντίσουµε να ανακουφίσουµε την δυσκολία του. Υπάρχουν άνθρωποι που µπορούν να βοηθήσουν. Φοβούνται όµως. Νοµίζουν πως θα βρεθούν σε µεγάλη δυσκολία. Έχουν φτιάξει γύρω από τον εαυτό τους ένα οχυρό που δεν τους επιτρέπει να βγουν απ’ αυτό και να κοιτάξουν και τους άλλους ανθρώπους πως τα βγάζουν πέρα. Έτσι όµως κυλά η ζωή, περνούν τα χρόνια, φτάνουµε στο τέλος και ενώ έχουµε πολλά αγαθά, δεν είµαστε χαρούµενοι. Γιατί; Γιατί δεν µάθαµε να δίνουµε. Γιατί δεν θέλουµε να ακούσουµε τον Κύριο που µας συµβουλεύει: «Παίρνεις µεγαλύτερη χαρά όταν δίνεις παρά όταν παίρνεις». «Μακάριόν ἐστι µᾶλλον διδόναι ἢ λαµβάνειν»(Πράξ. κ΄35). Αµήν. (Πράξεις, κ΄ 16-18,28-36)

Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ - "ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 318 ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΗΣ Α' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (325 μ.Χ.)"

 


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΖ´ 1 - 13



1 Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σέ, 2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. 4 ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελειώσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· 5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. 7 νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· 8 ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 9 ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13 νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς.


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΖ´ 1 - 13


1 Αὐτὰ ὡμίλησεν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς μαθητάς του. Καὶ ἔπειτα ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα, τὴν ὁποίαν ἡ σοφία σου ὥρισε διὰ νὰ πάθω καὶ θυσιασθῶ κατ’ αὐτήν. Δέχθητι τὴν θυσίαν τοῦ παθήματός μου καὶ δόξασε τὸν Υἱόν σου καὶ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν αὐτοῦ, διὰ νὰ σὲ δοξάσῃ καὶ ὁ Υἱός σου διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία θὰ ἀχθῇ εἰς πέρας διὰ τῆς θυσίας του ταύτης καὶ τῆς μετ’ αὐτῆς αἰωνίας ἀρχιερατικῆς μεσιτείας του. 2 Δόξασε τὸν Υἱόν σου σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσίαν, ποὺ τοῦ ἔδωκες ἐπὶ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, διὰ νὰ δώσῃ ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς εἰς τὰ δεξιά σου καθήμενος εἰς ὅλον τὸ πλῆθος ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔδωκες, καὶ οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ζωὴν αἰώνιον. 3 Αὐτὴ δὲ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, τὸ νὰ προάγωνται συνεχῶς διὰ τῆς ζώσης ἐπικοινωνίας μετὰ σοῦ καὶ τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἀπείρων τελειοτήτων σου εἰς τὴν γνῶσιν Σοῦ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον. 4 Ἐγὼ ἐγνωστοποίησα τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὑπήκουσα τελείως εἰς τὸ θέλημά σου, ἔτσι δὲ σὲ ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ διὰ τῆς θυσίας μου, τὴν ὁποίαν θὰ προσφέρω μετ’ ὀλίγον ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἔφερα εἰς τέλειον πέρας τὸ ἔργον, ποὺ μοῦ ἔδωκες διὰ νὰ ἐπιτελέσω. 5 Καὶ τώρα, ὅτε ἡ ἐπὶ γῆς ἀποστολή μου ἦλθεν εἰς πέρας, ἀνάδειξόν με διὰ τῆς ἀναστάσεως καὶ ἀναλήψεώς μου αἰώνιον ἀρχιερέα καὶ δόξασέ με καὶ ὡς ἄνθρωπον σύ, Πάτερ, πλησίον σου, μὲ τὴν δόξαν τὴν ὁποίαν εἶχον κοντά σου, προτοῦ νὰ δημιουργηθῇ ὁ κόσμος. 6 Ἐφανέρωσα τὸ ὄνομά σου καὶ ἔκαμα γνωστὰς τὰς ἀπείρους τελειότητάς σου εἰς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους ἀπέσπασες ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ κόσμου καὶ τοὺς ἔδωκες εἰς ἐμέ. Ἡ πρόθεσίς των ἦτο ἀγαθὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἦσαν ἰδικοί σου. Καὶ σὺ ἔδωκες αὐτοὺς εἰς ἐμέ, καὶ ἐτήρησαν τὸν λόγον σου, τὸν ὁποῖον ἀπεκάλυψα εἰς αὐτούς. 7 Τώρα ἔμαθαν τελειότερον καὶ ἐπείσθησαν, ὅτι ἡ διδασκαλία μου καὶ τὰ ἔργα μου καὶ ὅλα ἐν γένει ὅσα μοῦ ἔδωκες, προέρχονται ἀπὸ σέ. 8 Ἀπόδειξις δὲ τοῦ ὅτι ἔλαβαν τὴν πληροφορίαν καὶ γνῶσιν αὐτήν, εἶναι τὸ ὅτι παρέδωκα μὲ τὴν διδασκαλίαν μου εἰς αὐτοὺς τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους μοῦ ἔδωκες διὰ νὰ ἀποκαλύψω εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐτοὶ τοὺς παρέλαβον καὶ τοὺς ἀπεδέχθησαν. Καὶ ἐσχημάτισαν ἐν ἀληθείᾳ τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἐγεννήθην καὶ ἐβγῆκα ἀπὸ τοὺς κόλπους σου καὶ ἐπίστευσαν, ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον. 9 Ἐγώ, ποὺ τόσον εἰργάσθην διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσω εἰς τὴν ἀληθῆ αὐτὴν γνῶσιν καὶ πίστιν, σὲ παρακαλῶ ὡς μέγας ἀρχιερεὺς καὶ μεσίτης δι’ αὐτούς· δὲν σὲ παρακαλῶ τὴν στιγμὴν αὐτὴν διὰ τὸν κόσμον τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ ὑπὲρ ἐκείνων, τοὺς ὁποίους μοῦ ἔδωκες, διότι μολονότι μοῦ τοὺς ἔδωκες, δὲν παύουν νὰ εἶναι ἰδικοί σου. 10 Καὶ ὅλα ὅσα ἀνήκουν εἰς ἐμέ, εἰναι ἰδικά σου, καθὼς καὶ τὰ ἰδικά σου εἶναι ἰδικά μου. Καὶ αὐτοὶ λοιπὸν ἰδικοί σου ἦσαν καὶ ἔγιναν ἰδικοί μου, ἀλλὰ καὶ ὡς ἰδικοί μου ἑξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἰδικοί σου. Καὶ ἔχω δοξασθῇ δι’ αὐτῶν, διότι ἀνεγνώρισαν τὴν θείαν μου φύσιν καὶ ἐπίστευσαν εἰς ἐμέ. 11 Καὶ δὲν θὰ εἶμαι πλέον ὅπως μέχρι τοῦδε ἐν τῷ κόσμῳ διὰ τῆς σωματικῆς μου παρουσίας, διὰ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνω καὶ ἐνισχύω δι’ αὐτῆς. Αὐτοὶ ὅμως θὰ εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ, διότι δὲν ἐπετέλεσαν ἀκόμη τὴν ἀποστολήν των. Καὶ ἐγὼ ἔρχομαι πρὸς σέ. Πάτερ ἅγιε, φύλαξέ τους διὰ τῆς πατρικῆς προστασίας καὶ δυνάμεώς σου, τὴν ὁποίαν ἔδωκες καὶ εἰς ἐμέ, ὥστε νὰ παραμείνουν ἐνωμένοι μετ’ ἐμοῦ καὶ μεταξύ των καὶ νὰ εἶναι διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὁμοφροσύνης ἕνα ἠθικὸν σῶμα, ὅπως εἴμεθα ἕνα ἡμεῖς, ποὺ ἔχομεν τὴν αὐτὴν οὐσίαν καὶ φύσιν. 12 Ὅταν ἤμουν μαζί τους εἰς τὸν κόσμον, ἐγὼ ἐφύλαττα αὐτοὺς διὰ τῆς πατρικῆς καὶ ἰσχυρᾶς προστασίας σου. Αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωκες, τοὺς ἐφύλαξα καὶ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐχάθη παρὰ μόνον ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ὁ προδότης Ἰούδας, ὁ ὁποῖος ἐχάθη διὰ νὰ πληρωθοῦν καὶ ἐπαληθεύσουν αἱ προφητεῖαι τῆς Γραφῆς. 13 Τώρα ὅμως ἔρχομαι πρὸς σέ. Καὶ μὲ φωνὴν ἀκουομένην καὶ ἀπὸ αὐτοὺς λέγω ταῦτα, ἐνῷ εὑρίσκομαι ἀκόμη εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, ὥστε μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι σὺ πλέον θὰ προστατεύῃς αὐτοὺς νὰ ἔχουν καὶ αὐτοὶ μέσα τους τελείαν τὴν χαράν, ποὺ αἰσθάνομαι τώρα καὶ ἐγώ, διότι ἐπανέρχομαι πλησίον σου.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25/05/2025 - ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Ιωάν. Θ' 1-38)  25/05/2025

        Για έναν άνθρωπο που γεννήθηκε χωρίς μάτια μας μιλάει το σημερινό Ευαγγέλιο, αγαπητοί αδελφοί. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο δημιούργησε μάτια ο Χριστός, βάζοντας στα βαθουλώματα του προσώπου του λάσπη που έφτιαξε με το σάλιο του και χώμα.

        Αυτός ο άνθρωπος μας διδάσκει σήμερα με το παράδειγμά του. Τον ρωτούσαν οι περαστικοί. Τον ρωτούσαν επανειλημμένως οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι στο συνέδριο τους, πώς απέκτησε μάτια και εκείνος περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια το θαύμα που του έγινε. Τον ρώτησαν στο συνέδριο τι γνώμη έχει γι’ αυτόν που του δημιούργησε τα μάτια του και μόνο τότε δήλωσε μπροστά σε όλους άφοβα, ότι αυτός που τον θεράπευσε είναι άνθρωπος του Θεού. Προφήτης. Ενώ όλοι έλεγαν πως ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός, αφού καταλύει το Σάββατο, εκείνος επέμενε ότι ο Ιησούς είναι δίκαιος, άνθρωπος του Θεού. Τόσο πολύ επέμενε στην ομολογία του, ώστε οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι τον πέταξαν έξω από το συνέδριο. Όταν μετά τον συνάντησε ο Χριστός, ομολόγησε ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και τον προσκύνησε. «Ὁ δὲ ἔφη, Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ». Κτυπητή παραφωνία σε όλο το περιστατικό, οι γονείς του τυφλού, που δείλιασαν να ομολογήσουν πως ο Χριστός θεράπευσε το παιδί τους κι επομένως είναι Θεός!

        Είπαμε να διδαχθούμε σήμερα από τον θεραπευθέντα άνθρωπο. Μας κάνει εντύπωση ότι μιλάει για το θαύμα που του έγινε και για την πίστη του στο Χριστό, μόνο όταν τον ρωτούν. Αυτό πρέπει να κάνουμε και εμείς αγαπητοί αδελφοί. Για τα θέματα της πίστεώς μας να μιλάμε μόνο όταν μας ρωτούν. Ας αφήσουμε το κήρυγμα που γίνεται στις Εκκλησίες και τους εντεταλμένους από την Εκκλησία, να μιλούν γενικά σε όλους τους ακροατές. Μας συμβουλεύουν οι άγιοί μας ότι το τί γίνεται μέσα μας, τί σχέσεις έχουμε με το Θεό, να μη το γνωρίζει κανένας άλλος ειμή μόνον ο Θεός, εμείς και ο πνευματικός μας στην εξομολόγηση. Όχι μόνο για τις προσωπικές μας σχέσεις με τον Θεό να μη μιλάμε σε κανέναν, αλλά και για τα θέματα της πίστεώς μας. Δεν ξέρουμε ο άλλος που θα μας ακούσει, πώς θα μετρήσει τα λόγια μας. Δεν ξέρουμε αν ο άλλος είναι έτοιμος να δεχθεί τις χριστιανικές αλήθειες. Μπορεί να τις ειρωνευθεί, τότε το κρίμα θα είναι δικό μας. Για την περίπτωση αυτή ο Χριστός είπε: «Μὴ δῶτε τά ἅγια τοῖς κυσίν». Ακόμη και στα παιδιά μας που είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε για το Χριστό, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Να ενεργούμε με διάκριση και να παρακαλούμε το Θεό να μας φωτίζει πώς και τί πρέπει να πούμε.

        Οι αλήθειες του Ευαγγελίου λέγονται στο κήρυγμα, γιατί δεν λέγονται προσωπικά αλλά γενικά και όποιος αντέχει τις παίρνει. Όμως έχει όλο το δικαίωμα να τις απορρίψει. Έπειτα ο κήρυκας του Ευαγγελίου μιλάει σε ανθρώπους που με την ελεύθερη βούληση τους ήλθαν στην εκκλησία και είναι υποτίθεται, διατεθειμένοι να ακούσουν το Λόγο του Ευαγγελίου. Ο Χριστός και οι Απόστολοι μιλούσαν πολλές φορές και αυστηρά, αλλά ήξεραν πως μιλούσαν σε ανθρώπους που μόνοι τους πήγαιναν πίσω τους και διψούσαν να ακούσουν τις θεϊκές διδασκαλίες.

        Εμείς ας διδαχθούμε από το παράδειγμα του σημερινού τυφλού, που μιλούσε για το θαύμα και για την πίστη του στο Χριστό, όταν τον ρωτούσαν. Δεν θα μιμηθούμε βέβαια τους γονείς του, που φοβήθηκαν να ομολογήσουν την πίστη τους στο θαύμα και στο Χριστό, όταν τους ρώτησαν στο συνέδριο. Όταν μας ρωτούν για θέματα της πίστεώς μας, θα τους απαντάμε με λίγα λόγια και θα κάνουμε προσευχή να τους φωτίσει ο Θεός να δεχθούν μέσα στην καρδιά τους αυτά που θα τους πούμε.

Αμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25/05/2025 - Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ

 


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ´ 1 - 38



1 Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς· 2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ 7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. 8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12 εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα. 13 Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. 17 λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. 18 οὐκ ἐπίστευον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24 Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. 29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31 οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. 35 Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.



ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Θ´ 1 - 38


1 Καὶ ἐνῷ διέβαινεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ μέσον τῆς πόλεως, εἶδεν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εἶχε γεννηθῇ τυφλός. 2 Καὶ τὸν ἡρώτησαν οἱ μαθηταί του καὶ τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, ποῖος ἡμάρτησε, διὰ νὰ γεννηθῇ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τυφλός; Ἡμάρτησεν αὐτός, ὅταν ἦτο άκόμη μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του, ἢ ἡμάρτησαν οἱ γονεῖς του καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἐκείνων τιμωρεῖται αὐτός; 3 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· οὔτε αὐτὸς ἡμάρτησεν, οὔτε οἱ γονεῖς του. Ἀλλ’ ἐγεννήθη τυφλός, διὰ νὰ φανερωθοῦν διὰ τῆς ὑπερφυσικῆς θεραπείας τῶν ὀφθαλμῶν του τὰ ἔργα, ποὺ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ ἐργάζεται. 4 Ἐγὼ πρέπει νὰ ἐργάζωμαι τὰ πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου ἔργα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ἐφ’ ὅσον ζῶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Ἔρχεται ὁ μέλλων βίος, ὁπότε, ὅπως καὶ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νυκτὸς καταπαύουν τὰ ἔργα των οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ τότε κανεὶς πλέον δὲν θὰ δύναται νὰ ἐργάζεται πρὸς πλήρωσιν τῆς ἀποστολῆς του. Δὲν πρέπει λοιπὸν οὔτε στιγμὴν νὰ χάνω. 5 Ἐφ’ ὅσον εἶμαι εἰς τὸν κόσμον, μὲ τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰ θαύματά μου εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου. 6 Ὅταν δὲ εἶπεν αὐτά, ἔπτυσε χάμω καὶ ἔκαμε πηλὸν καὶ ἔχρισε μὲ αὐτὸν τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. 7 Καὶ δοκιμάζων τὴν πίστιν τοῦ τυφλοῦ, εἶπεν εἰς αὐτόν· Πήγαινε, νίψου εἰς τὴν στέρναν τοῦ Σιλωάμ (ὄνομα ἑβραϊκὸν ποὺ μεταφράζεται εἰς τὴν ἑλληνικὴν ἀπεσταλμένος). Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν παραγγελίαν αὐτὴν τοῦ Ἰησοῦ ἐπῆγεν ὁ τυφλὸς ἐκεῖ καὶ ἐνίφθη, καὶ ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι του μὲ μάτια ὑγιῆ. 8 Οἱ γείτονες λοιπὸν καὶ ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προτήτερα, ὅτι ἦτο τυφλός, ἔλεγαν· Δὲν εἶναι αὐτός, ποὺ ἐκάθητο καὶ ἐζήτει ἀπὸ τοὺς διαβάτας ἐλεημοσύνην; 9 Ἄλλοι ἔλεγαν, ὅτι αὐτὸς εἶναι. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν ὅτι δὲν εἶναι αὐτός, ἄλλα κάποιος ἄλλος, ὅμοιος πρὸς αὐτόν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ τυφλός, ποὺ προτήτερα ἐζήτουν ἐλεημοσύνην. 10 Κατόπιν λοιπὸν τῆς βεβαιώσεως αὐτῆς τοῦ τυφλοῦ, τοῦ ἔλεγαν ἐκεῖνοι· Πῶς ἐθεραπεύθησαν τὰ μάτια σου; 11 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ὀνομάζεται Ἰησοῦς, ἔκαμε πηλόν, καὶ μοῦ ἄλειψε μὲ αὐτὸν τὰ μάτια καὶ μοῦ εἶπε· Πήγαινε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψου. Ἀφοῦ δὲ ἐπῆγα ἐκεῖ καὶ ἐνίφθην, ἀπέκτησα τὸ φῶς μου. 12 Κατόπιν λοιπὸν τῆς πληροφορίας ταύτης τοῦ θεραπευθέντος τυφλοῦ, τοῦ εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι· Ποὺ εἶναι ἐκεῖνος; Ἀπεκρίθη αὐτός· δὲν ἠξεύρω. 13 Ὠδήγησαν τότε πρὸς τοὺς Φαρισαίους αὐτόν, ποὺ ἄλλοτε ἦτο τυφλὸς καὶ ἤδη εἶχε θεραπευθῆ ὁριστικῶς. 14 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἔκαμε τὸν πηλὸν καὶ ἤνοιξε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, ἦτο ἡμέρα Σαββάτου. 15 Ὅταν λοιπὸν τὸν ὠδήγησαν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τὸν ἐξήταζαν καὶ τὸν ἡρώτων αὐτοὶ πάλιν, πῶς ἐθεραπεύθη καὶ ἀπέκτησε τὸ φῶς του. Ἐκεῖνος δὲ τοὺς εἶπεν· Αὐτὸς ποὺ μὲ ἐθεράπευσε, μοῦ ἔβαλε πηλὸν ἐπάνω εἰς τὰ μάτια μου καὶ κατόπιν αὐτοῦ ἐγὼ ἐνίφθην καὶ βλέπω. 16 Ἔλεγον λοιπὸν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους· Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει σταλῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι δὲν φυλάττει τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς εἶναι δυνατὸν ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς νὰ κάμνῃ τέτοια ἀποδεικτικὰ καὶ σημαδιακὰ θαύματα; Καὶ διεφώνουν μεταξύ των. 17 Καὶ ἐπειδὴ ἡ διαφωνία των παρετείνετο, ἤρχισαν πάλιν νὰ ἐξετάζουν τὸν τυφλὸν καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· Σὺ τί λέγεις διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν; Ἀξίζει νὰ ἀκουσθῇ καὶ ἡ ἰδική σου γνώμη, διότι τὰ ἰδικά σου μάτια ἐθεράπευσεν ἐκεῖνος καὶ σὺ περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον γνωρίζεις τὰ περιστατικὰ τῆς θεραπείας σου. Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπεν· Ἐγὼ λέγω, ὅτι εἶναι προφήτης. 18 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμὸν αὐτόν, ποὺ ἔκαμεν ὁ θεραπευθεῖς τυφλὸς διὰ τὸν Ἰησοῦν, καὶ διὰ τὸν ὁποῖον δυσηρεστήθησαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἐκεῖνοι δὲν ἐπίστευσαν δι’ αὐτόν, ὅτι ἦτο τυφλὸς καὶ ἀπέκτησε πραγματικὰ τὸ φῶς του, ἕως ὅτου ἀπεφάσισαν καὶ ἐφώναξαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ, ποὺ ἀνέβλεψε. 19 Καὶ τοὺς ἠρώτησαν καὶ εἶπαν· Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός σας, διὰ τὸν ὁποῖον σεῖς ἐπιμένετε νὰ βεβαιώνετε, ὅτι ἐγεννήθη τυφλός; Πῶς λοιπόν, ἀφοῦ ἐγεννήθη τυφλός, βλέπει τώρα; 20 Ἀπεκρίθησαν δὲ εἰς αὐτοὺς οἱ γονεῖς του καὶ εἶπαν· Γνωρίζομεν καλά, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μας καὶ ὅτι ἐγεννήθη τυφλός. 21 Πῶς ὅμως βλέπει τώρα, δὲν ἠξεύρομεν· ἢ ποῖος τοῦ ἐθεράπευσε καὶ τοῦ ἤνοιξε τὰ μάτια, ἡμεῖς δὲν ἠξεύρομεν. Αὐτὸς ἔχει ἡλικίαν, καὶ συνεπῶς ἀντελήφθη, πῶς καὶ ἀπὸ ποῖον ἔγινεν ἡ θεραπεία του· αὐτὸν λοιπὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς θὰ ὁμιλήσῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ θὰ σᾶς εἴπῃ τί τοῦ συνέβη. 22 Ὡμίλησαν δὲ οὕτω πως οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο τοὺς προκρίτους Ἰουδαίους· διότι εἶχαν πρὸ πολλοῦ συμφωνήσει οἱ Ἰουδαῖοι νὰ ἀποκηρυχθῇ καὶ ἀποδιωχθῇ ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ὅποιος θὰ ὡμολόγει αὐτὸν ὅτι εἶναι ὁ Χριστός. 23 Ἐξ αἰτίας λοιπὸν τοῦ φόβου των, μήπως ἀποδιωχθοῦν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν συναγωγήν, εἶπαν οἱ γονεῖς του, ὅτι ἔχει ὥριμον ἡλικίαν ὁ υἱός μας, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24 Ἀφοῦ λοιπὸν ἀπὸ τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ πληροφορηθοῦν τίποτε πρὸς διάψευσιν τῆς θεραπείας του ἢ πρὸς κατάκρισιν τοῦ Ἰησοῦ, ἐφώναξαν οἱ Ἰουδαῖοι διὰ δευτέραν φορὰν τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ἦτο τυφλός, καὶ τοῦ εἶπαν· Δόξασε τὸν Θεόν, ὁμολογῶν ὅτι ἐπλανήθης καὶ ἀναγνωρίζων τὴν ἀλήθειαν περὶ αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος σὲ ἐθεράπευσε· ἡμεῖς λόγῳ τῆς θέσεως καὶ τοῦ ἀξιώματός μας εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ ἠξεύρωμεν καλά, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ καταλύει τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου, εἶναι ἁμαρτωλός. 25 Ἀπεκρίθη λοιπὸν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός, δὲν ἠξεύρω, καὶ δι’ αὐτὸ ἀποφεύγω νὰ ἐκφράσω γνώμην περὶ αὐτοῦ· ἠξεύρω ὅμως καλὰ ἕνα γεγονός, ὅτι δηλαδὴ ἐνῷ προτήτερα ἦμουν τυφλός, τώρα βλέπω. 26 Ἐπειδὴ δὲ ἡ νέα αὐτὴ βεβαίωσις τοῦ θεραπευθέντος τυφλοῦ δεν τοὺς ἔκαμε καλὴν ἐντύπωσιν, εἶπον πάλιν εἰς αὐτόν· Τί σοῦ ἔκαμε; Πῶς σὲ ἐθεράπευσε καὶ πῶς σου ἄνοιξε τὰ μάτια; 27 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτούς· Μόλις πρὸ ὀλίγου σᾶς εἶπα καὶ δὲν ἠθελήσατε νὰ προσέξετε καὶ νὰ παραδεχθῆτε ὅ,τι σᾶς εἶπα. Διατὶ τώρα θέλετε νὰ ἀκούσετε πάλιν τὰ ἴδια; Μήπως καὶ σεῖς θέλετε νὰ γίνετε μαθηταί του; 28 Τοῦ ὡμίλησαν τότε ὑβριστικῶς καὶ περιφρονητικῶς καὶ τοῦ εἶπαν· Σὺ εἶσαι μαθητῆς ἐκείνου· ἡμεῖς ὅμως εἴμεθα τοῦ Μωϋσέως μαθηταί. 29 Ἡμεῖς ποὺ εἴμεθα σπουδασμένοι καὶ ἀνεγνωρισμένοι ἄρχοντες τοῦ ἔθνους, ἠξεύρομεν, ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ὁμιλήσει εἰς τὸν Μωϋσην καὶ εἰς κανένα ἄλλον· αὐτὸς μᾶς εἶναι ἄγνωστος καὶ δὲν ἠξεύρομεν ἀπὸ ποὺ εἶναι καὶ ἀπὸ ποὺ ἐστάλῃ. 30 Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ τοὺς εἶπεν· Ἀλλ’ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς αὐτὸ προκαλεῖ θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν, ὅτι δηλαδὴ σεῖς δὲν ξεύρετε τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ἐὰν ἔχῃ σταλῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ ποὺ εἶναι· καὶ ὅμως ἄγνωστος αὐτὸς εἰς σᾶς μοῦ ἤνοιξε τὰ μάτια. 31 Εἶναι δὲ γνωστὸν καὶ τὸ ἠξεύρομεν ὅλοι, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀλλ’ ἐὰν κανεὶς σέβεται τὸν Θεὸν καὶ ἐκτελῇ τὸ θέλημά του, τοῦτον ὁ Θεὸς ἀκούει. 32 Ἀφ’ ὅτου ὑπάρχει κόσμος, δὲν ἠκούσθῃ ποτέ, ὅτι ἐθεράπευσε κάποιος μάτια ἀνθρώπου, ποὺ νὰ ἔχῃ γεννηθῇ τυφλός. Πρώτην φορὰν συνετελέσθῃ ἕνα τέτοιο θαῦμα, καὶ αὐτός, ποὺ τὸ ἔκαμε, πρέπει νὰ ἔχῃ ἀποστολὴν θείαν. 33 Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἦτο ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν θὰ ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ τίποτε, οὔτε παραμικρόν τι θαῦμα. 34 Ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι καὶ τοῦ εἶπαν· Σὺ ἐγεννήθης βουτηγμένος ὁλόκληρος εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν τύφλωσιν, ποὺ ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός σου εἶχες. Καὶ σὺ ὁ ἄθλιος καὶ ἁμαρτωλὸς διδάσκεις ἡμᾶς, ποὺ εἴμεθα οἱ περισσότερον σπουδασμένοι ὅλου τοῦ ἔθνους; Καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν τόπον, ποὺ συνεδρίαζαν, μὲ τὴν διάθεσιν νὰ τὸν ἀποκόψουν καὶ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴν τῆς θρησκευτικῆς λατρείας. 35 Ἤκουσεν ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι τὸν ἔβγαλαν ἔξω διὰ τὴν παρρησίαν, μὲ τὴν ὁποίαν διεκήρυττε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀφοῦ τὸν ηὗρε, τοῦ εἶπε· Σὺ, ἀντιθέτως πρὸς τοὺς ἀπίστους Ἰουδαίους, πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ ποῖος εἶναι, Κύριε, διὰ νὰ τὸν πιστεύσω; 37 Εἶπε δὲ τότε εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Καὶ τὸν ἔχεις ἴδει τώρα μὲ τὰ μάτια σου καὶ αὐτός, ποὺ ὁμιλεῖ τὴν στιγμὴν αὐτὴν μαζί σου, ἐκεῖνος εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. 38 Αὐτὸς δὲ εἶπε· Πιστεύω, Κύριε· καὶ τὸν ἐπροσκύνησεν ὡς Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ Κύριον.